- βαριοπέφτω
- -εσα, πέφτω βαριά, άσκημα, και χτυπώ σοβαρά: Ο ηλικιωμένος βαριόπεσε από τη σκάλα και βρίσκεται στο νοσοκομείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.